ΜΕΡΕΣ ΧΩΡΙΣ ΑΥΓΗ;
(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)
Τα πρώτα μου συλλαβίσματα των λέξεων έγιναν πάνω σε πρωτοσέλιδα εφημερίδας. Ο πατέρας μου διάβαζε ανελλιπώς τουλάχιστον δύο, καθημερινά. Κάποιες, τις έφερνε διπλωμένες μέσα στις άλλες που αγόραζε από το περίπτερο κι αφού τις «ξεκοκκάλιζε», τις πετούσε να καούν στη μαντεμένια σόμπα για να εξαφανίσει τα ίχνη της παρουσίας τους στη σκέψη και την ιδεολογία του.
«Αι ε-πι-πτώ-σεις εις την ζω-ήν των πο-λι-τών…» διάβαζα κούτσα-κούτσα, κονταροχτυπώντας τη γλώσσα μου στις δύσκολες λέξεις που περιέγραφαν την προσπάθεια της χώρας να απαλλαγεί από της δικτατορίας τη μέγγενη και να αναζητήσει νέες ατραπούς προς την εκδημοκράτηση.
Μου μαθε να διαβάζω πριν καν πάω σχολείο και καμάρωνε γι αυτό. «Κλειδιά είναι οι λέξεις, παιδί μου», έλεγε χαρακτηριστικά «…και μ αυτές δε ξεκλειδώνεις μόνο τις πόρτες του δικού σου μυαλού αλλά ανοίγεις και τους κουμπαράδες της γνώσης όλου του κόσμου…» Στα παιδικά μου μάτια, αυτά τα μαύρα συμβολάκια, τα τυπωμένα σε εφημερίδες-σεντόνια, ήταν η ζωή που ανοιγόταν μπροστά μου κι έπρεπε να τη διαβάσω νωρίς-νωρίς για να την καταλάβω.
Σα γύριζε από τη δουλειά, κατάκοπος μα περήφανος που με τα σκληρά του χέρια κατάφερνε να φροντίζει με μπαμπακένια τρυφερότητα όλη την οικογένεια, μετά την τελετουργία του οικογενειακού φαγητού, ακολουθούσε η «ανάπαυλα του πολεμιστή». Διπλός ελληνικός καφές στο τραπεζάκι του σαλονιού. Το χάρτινο σκιάδι έκρυβε όλο το πάνω μέρος του κορμιού του κι εκείνος βυθιζόταν στην ανάγνωση. Κάποιες φορές τόσο πολύ που ούτε καν άκουγε τις παιδικές μας τσιρίδες, καθώς ερίζαμε της προσοχής του.
Κι αφού εντρυφούσε στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα, ξεχώριζε τις αθλητικές σελίδες, τις δίπλωνε προσεκτικά και τις στοίβαζε τη μία πάνω στην άλλη, για να τις διαβάσει το βράδυ, λίγο πριν κοιμηθεί. Καταλαβαίνοντας πως ήταν η ώρα για το λεξιγνωστικό μας παιχνίδι, σκαρφάλωνα στην αγκαλιά του κι άρχιζα το διάβασμα σημειωτόν και τις ερωτήσεις. Κάθε παράξενη λέξη, κάθε έννοια δυσνόητη κι ένας ολόκληρος κόσμος. Που ερχόταν και «κούμπωνε», σα παιδικό παζλ, με εκείνα που είχα διαβάσει χτες και προχτές, αφήνοντας κάτι περίεργες τρυπούλες τις οποίες, ήμουν πλέον σίγουρη, πως θα γέμιζα με τα κομματάκια της αυριανής επικαιρότητας.
Κι αναρωτιέμαι, όλες αυτές τις μέρες που παρακολουθώ το γαϊτανάκι της απόδοσης ευθυνών για το επαπειλούμενο κλείσιμο της καθημερινής έκδοσης της ιστορικής εφημερίδας «Αυγή», πόσο ανίκανοι έχουμε γίνει όλοι να συνταιριάζουμε τα κομματάκια στο πολιτικοκοινωνικό παζλ της χώρας μας. Πόσο μας αρέσουν τα χρωματικώς, κομματικώς, φιλοκυβερνητικώς προσανατολισμένα media. Πόσο απαθείς και πειθήνιοι παρακολουθούμε τα τερτίπια εξουσίαςβαρόνων, βαρονέτων και εγκάθετων βαγονέτων σε κομματικά τραινάκια με μηχανές μαύρου κάρβουνου ή μαύρου χρήματος…
Κι όσο θυμάμαι εκείνον τον ιδεολόγο κι αγωνιστή πατέρα μου να αναλύει την αξία και τη σημασία της πολυφωνίας στη δημοκρατία, τόσο υπερασπίζομαι τη συνέχιση έκδοσης μιας ιστορικής εφημερίδας, όπως η «Αυγή». Κι αυτό, όχι από στείρα κομματική τοποθέτηση, αλλά από σεβασμό στη δημοκρατία και τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Όσο διαβάζω τσιτάτα κι ευφυολογήματα του αισχίστου είδους, παραπλανητικούς τίτλους, άρθρα γραμμένα στο πόδι με ανελλήνιστα ελληνικά, κραυγές για τα επουσιώδη και ψιθύρους για τα ουσιώδη, τρολιές και ειδήσεις που είδηση δεν είναι, τόσο αναγνωρίζω τη σημασία των πραγματικών εφημερίδων και των «εφημεριδάδων» δημοσιογράφων που αντικαταστάθηκαν από blogάκια, ιντερνετικές φυλλάδες και αδαείς δημοσιογραφούντες.
Ξεχάσαμε να διαβάζουμε. Πηδάμε τις γραμμές, επιλέγοντας λέξεις-κλειδιά που ακουμπούν στο ελλιπέστατο νοητικό μας πεδίο. Αγνοούμε τους κανόνες δεοντολογίας, παροδηγούμαστε από την επικράτηση των εικόνων, αρεσκόμαστε στις επίπλαστες «αλήθειες» που μας χαϊδεύουν τα αυτιά, νοθεύοντας με απαξία όλα εκείνα που δόμησαν τη σύγχρονη Ελλάδα.
Δεν ξέρω πόσες φυλακές κλείνουν, όταν χτίζονται σχολεία. Είμαι όμως σίγουρη πως όποτε κλείνει μια εφημερίδα που δεν είναι «φυλλάδα», η Δημοκρατία τρώει ένα ακόμη χαστούκι…
(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)