Ο παππούς μου δεν άφηνε
το βιβλίο από τα χέρια του.
Τον έβλεπα διαρκώς
με ένα βιβλίο και νόμιζα ότι
ο άνθρωπος για να ζήσει
πρέπει να έχει ένα βιβλίο.
Περπατούσε στη Σάμο, στην παραλία,
αλλά θεωρούσε χαμένο χρόνο
να περπατάει χωρίς να κάνει τίποτε άλλο
και περπατούσε διαβάζοντας.
Άρχισα να γράφω όταν
πήγαινα ακόμα σχολείο.
Η αδερφή μου ήταν φλύαρη
και δε μου άφηνε θέση.
Σκέφτηκα, λοιπόν,
ό,τι περνάει από το μυαλό μου
να το γράφω.
Και τότε ήρθε η θεία μου,
η Διδώ Σωτηρίου, και μου είπε ότι
αυτό είναι η συγγραφή.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Από μια διάθεση να εκφραστώ.
Παιδικά βιβλία δεν είχαμε πολλά.
Είχαμε την Πηνελόπη Δέλτα,
τον Γρηγόριο Ξενόπουλο,
που έγραφε κάτι λίγα για παιδιά
και μετά ό,τι είχαμε από μεταφράσεις.
Το Δον Κιχώτη, τον Όλιβερ Τουίστ,
αυτά, τα κλασσικά βιβλία.
Όταν με ρωτάνε τα παιδιά
”τι χρειάζεται κανείς για να
γίνει συγγραφέας;” τους απαντώ:
”Τρία πράγματα.
Πρώτον, να διαβάζει βιβλία.
Δεύτερον, να διαβάζει βιβλία.
Τρίτον, να διαβάζει βιβλία.
Έτσι γίναμε όλοι συγγραφείς.
Δεν πήγαμε να το σπουδάσουμε.
Όμως, διαβάζοντας βιβλία μαθαίνεις.”
Υπάρχουν πολλοί δάσκαλοι
που είναι πραγματικοί ήρωες
αφού κάνουν τα παιδιά
ν’ αγαπούν τα βιβλία.
Η φιλαναγνωσία του παιδιού
εξαρτάται κυρίως από το δάσκαλο.
Αν δεν υπήρχαν οι δάσκαλοι,
δε θα κυκλοφορούσαν τα βιβλία μας.
Είχα πάει σε ένα σχολείο
και είδα ότι στους τοίχους
οι μαθητές είχαν γράψει στίχους
από τον Καβάφη και τον Ελύτη.
Πέρναγες από τους
διαδρόμους κι έβλεπες στίχους.
Μόνο και που περνάνε
να τους βλέπουνε, τους μαθαίνουν.
Όταν έγραφα το ”Καπλάνι της Βιτρίνας”
δεν περίμενα ότι θα είχε τέτοια απήχηση
και θα αγαπιόταν τόσο πολύ.
Εγώ το έγραψα
όπως διηγούμουν τις αναμνήσεις μου
από τα παιδικά μου Καλοκαίρια
στα δικά μου παιδιά.
Ο ”Νίκος” ήταν υπαρκτό πρόσωπο,
ο οποίος μετά την εποχή
που περιγράφεται στο βιβλίο
πήγε στην Ισπανία
και ύστερα στην Γαλλία.
Έγινε ο πόλεμος, εντωμεταξύ,
και τότε ζήτησε να πάει
στη Μέση Ανατολή,
όπου πήγε ο ελληνικός στρατός.
Αλλά βρέθηκε σε ένα υποβρύχιο
που βυθίστηκε από τους Γερμανούς
το ’42. Και χάθηκε έτσι.
Το Καπλάνι της Βιτρίνας υπάρχει
στο Παλαιοντολογικό Μουσείο της Σάμου
σε ένα χωριό που λέγεται Μυτιληνιοί.
Και είναι έτσι ακριβώς όπως ήτανε.
Παγκοσμίως, δεν είναι η εποχή
των μεγάλων συγγραφέων,
των μεγάλων ποιητών.
Είναι η εποχή των καλών.
Εδώ, έχουμε καλούς καλλιτέχνες
και τα νέα παιδιά έχουν περισσότερο
κέφι και αγάπη για την τέχνη, απ’ όσο
οι προηγούμενοι και προσπαθούν πολύ.
Χρόνος:
Τώρα αρχίζω να βάζω πια όρια.
Τώρα λέω
”μετράνε οι στιγμές, όχι τα χρόνια.”
Το μέλλον τόσο μακρύ δεν το βλέπω.
Ονειρεύομαι να περάσω καλά
τον καιρό που μου απομένει.
Δεν ξέρεις ποτέ
πόσος είναι αυτός ο καιρός.
Αποδώ και μπρος οι στιγμές μετράνε.
”Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;”
με ρωτούσαν
τα εγγόνια μου στο Μιλένιουμ.
Δέκα; Όχι έλεγαν, είναι λίγα,
δεκαπέντε; Όχι έλεγα εγώ, είναι πολλά.
Συμφωνήσαμε στα δεκατρία
κι εμένα μου φαινόταν
ότι ήταν μια ολόκληρη ζωή.
Τώρα, το 2017,
έχουμε φτάσει τα δεκαεπτά.
Πέρασαν τρεχάλα τα χρόνια.
Βέβαια, αυτή είναι
μια απαγορευμένη συζήτηση.
Μόλις τολμήσω να πω:
”εγώ σε τρία χρόνια ποιος ξέρει…”
μου φωνάζουν να μη λέω σαχλαμάρες.
Δεν μπορούν να το ακούσουν…
Άλκη Ζέη
Σαν σήμερα, πέρυσι, έφυγε από τη ζωή.